δυικός — dual masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυϊκός — ή, ό (AM δυϊκός, ή, όν) «δυϊκός αριθμός» ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματα αρχ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός … Dictionary of Greek
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δυικά — δυικός dual neut nom/voc/acc pl δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc/acc dual δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικῶν — δυικός dual fem gen pl δυικός dual masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικόν — δυικός dual masc acc sg δυικός dual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικαῖς — δυικός dual fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικαί — δυικός dual fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικοῖς — δυικός dual masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικοῦ — δυικός dual masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)